δυναστείαν

δυναστείαν
δυναστείᾱν , δυναστεία
power
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • власть — ВЛАСТ|Ь (918), И с. 1.Область, княжество, государство: изѩславоу же кънѩзоу тогда прѣдрьжѩщоу обѣ власти. и оц҃а своего ˫арослава. и брата своего володимира. ЕвОстр 1056 1057, 294в (запись); Бра(т) и сълоужьбьника нашего иѡана купрьскааго острова …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • насилиѥ — НАСИЛИ|Ѥ (92), ˫А с. 1. Притеснение, насилие, произвол: и блаженыи иде къ сѹдии. и ѥже о нѥи гл҃авъ томѹ избави тѹ ѿ насили˫а того. ЖФП XII, 61в; а что. кн҃же. братъ твои алеѯандръ дѣ˫алъ насилиѥ на новѣгородѣ. а того сѧ кн҃же ѿстѹпи. Гр… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • List of ancient tribes in Illyria — This is a list of ancient tribes in the ancient territory of Illyria (Ancient Greek: Ἰλλυρία). The name Illyrians seems to be the name of one Illyrian tribe, which was the first to come in contact with the ancient Greeks, causing the name… …   Wikipedia

  • δυναστεία — η (AM δυναστεία) [δυναστεύω] αρχή, εξουσία, ηγεμονία μσν. νεοελλ. καταθλιπτική εξάσκηση εξουσίας, καταδυνάστευση, εξαναγκασμός νεοελλ. 1. σειρά ηγεμόνων μιας χώρας που ανήκουν στην ίδια οικογένεια («η δυναστεία τών Αψβούργων») 2. πολυμελής… …   Dictionary of Greek

  • περικτώμαι — άομαι, Α [κτώμαι] 1. αποκτώ την απόλυτη κυριότητα πράγματος («περιεκτήσατο δυναστείαν», Ιώσ.) 2. (το απρμφ. τού ενεστ.) περικτᾱσθαι (κατά τον Αμμώνιο) «περιποιεῑν» …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”